ομογενής

ομογενής
-ές (ΑΜ ὁμογενής, -ές)
1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής
2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον
νεοελλ.
1. ομοιογενής, ομοιόμορφος
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ), ο, η ομογενής
Έλληνας εγκατεστημένος στο εξωτερικό
3. φυσ.-χημ. (για χημικά στοιχεία ή ενώσεις) αυτός που σε όλα του τα σημεία έχει τις ίδιες φυσικές και χημικές ιδιότητες
4. φυσ. (για μαγνητικό ή ηλεκτρικό πεδίο) αυτός τού οποίου η ένταση έχει παντού την ίδια τιμή
5. φρ. «ομογενής αντίδραση»
χημ. αντίδραση που πραγματοποιείται σε μία μόνη φάση, αέρια, υγρά ή στερεά, σε αντιδιαστολή με την ετερογενή, η οποία συντελείται σε περισσότερες από μια φάσεις
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο εξ αίματος συγγενής
2. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμογενής
φιλικό πρόσωπο
4. φρ. «ὁμογενῆ μιάσματα» — φόνος μέσα σε μια οικογένεια (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, πολυ-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμογενής — of the same race masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει κοινό γένος, ίδια καταγωγή με άλλον. 2. ως ουσ., ομογενής αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος με άλλους: Οι ομογενείς της Αυστραλίας, αλλ. ομοεθνής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμογενῆ — ὁμογενής of the same race neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμογενής of the same race masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμογενής of the same race masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενεῖ — ὁμογενής of the same race masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁμογενής of the same race masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενεῖς — ὁμογενής of the same race masc/fem acc pl ὁμογενής of the same race masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενέα — ὁμογενής of the same race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὁμογενής of the same race masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενές — ὁμογενής of the same race masc/fem voc sg ὁμογενής of the same race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενοῦς — ὁμογενής of the same race masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενέας — ὁμογενής of the same race masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογενέες — ὁμογενής of the same race masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”